εξημέρωμα

εξημέρωμα
το, -ατος
1. τιθάσευση, δάμασμα, (η)μέρωμα.
2. μτφ., κατευνασμός, καλμάρισμα.
3. εκπολιτισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξημέρωμα — (I) και ξημέρωμα, το ο ερχομός τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημέρα]. (II) το [εξημερώνω] η εξημέρωση …   Dictionary of Greek

  • εξημέρωση — η το εξημέρωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”